- περίφρον
- περίφρωνvery thoughtfulmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γιαβουντής — και γιαχουντής και γιαουντής, ο (περιφρον. και σκωπτικά) Εβραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (εβρ.) Jehuda «Ιούδας»] … Dictionary of Greek